- Αττικωνικος
- Ἀττικωνικός3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αττικωνικός — ἀττικωνικός, ή, όν (Α) αττικός (κωμική έκφραση κατά το λακωνικός) (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αττικός, κατά το λακωνικός πιθανή επίσης η συσχέτιση του τ. με τη λ. νίκη, που έχει όμως το ι μακρό] … Dictionary of Greek
Ἀττικωνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)